- ουκών
- οὐκῶν (Α)(δωρ. τ.) βλ. οὐκοῡν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐκῶν — οὐκοῦν doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔκων — οὔκουν certainly not ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… … Dictionary of Greek